-
1 кулебяка
-
2 пирог
-
3 пирог
-а α.πίτα•мясной пирог κρεατόπιτα•
рисовый пирог ριζόπιτα•
сладкий пирог γλυκό ταψιού•
медовый пирог μελόπιτα•
яблочный пирог μηλόπιτα•
ешь пирог с грибами, а держи язык за зубами παρμ.. άκου πολλά και λέγε λίγα ή των φρονίμων ολίγα•
печь -и ψήνω πίτες•
отрезать ломоть -а κόβω ενα κομμάτι πίτα.
-
4 кулебяка
[κουλιμπγιάκα] ουσ. θ. πίτα με γέμισμα από κρέας -
5 лепёшка
[λιπιόσκα] ουσ. θ. πίτα -
6 кулебяка
[κουλιμπγιάκα] ουσ θ πίτα με γέμισμα από κρέας -
7 лепёшка
[λιπιόσκα] ουσ θ πίτα -
8 дойти
дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.1. φτάνω, πηγαίνω ως•дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•
танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•
письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.
2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•
-шёл слух έφτασε η φήμη.
|| γίνομαι κατανοητός, αισθητός•лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.
3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•
дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•
любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•
дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•
вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...
4. έρχομαι•-дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.
5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.
|| ωριμάζω•помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.
6. κατορθώνω•он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.
εκφρ.дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,).. -
9 зарумянить
ρ.σ.μ. κοκκινίζω•мороз -ил щеки η παγωνιά κοκκίνισε τα μάγουλα.
|| ψήνω, τηγανίζω, καβουρδίζω (μέχρι, να κοκκινίσει.).1. κοκκινίζω•она -лась от стыда αυτή κοκκίνησε από ντροπή•
вышня -лась η βυσσινιά κοκκίνησε.
2. ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρδίζομαι μέχρι κοκκίνισμα•пирог -лся η πίτα κοκκίνησε.
-
10 именинный
επ.της ονομαστικής γιορτής•именинный обед τραπέζι (γεύμα) για την ονομαστική γιορτή•
именинный пирог πίτα για την ονομαστική γιορτή.
-
11 недопечь
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. печь1) δεν ψήνω καλά, μισοψήνω, κακοψήνω.δεν ψήνομαι καλά, μισοψηνομαι, κακοψήνομαι•пирог -кся η πίτα μισοψήθηκε.
-
12 новогодний
επ.πρωτοχρονιάτικος•-ые поздравления (пожелания) πρωτοχρονιάτικες ευχές•
-ая лка χριστουγεννιάτικο δέντρο•
-ые песни τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς•
новогодний поди-ροκ πρωτοχρονιάτικο δώρο•
новогодний пирог πρωτοχρονιάτικη πίτα.
-
13 обсесть
-сядет, -сядем, -сядете παρλθ. χρ. -сел, -ла, -лоρ.σ.μ.κάθομαι ολόγυρα. || επικάθομαι, κάθομαι παντού•мухи -ли пирог οι μύγες κάθησαν στην πίτα.
-
14 перемаслить
ρ.σ.μ. ρίχνω πολύ λάδι, πάνω από το κανονικό•перемаслить пирог ρίχνω λάδι στην πίτα πάνω από το κανονικά.
|| αλείφω με λάδι (όλα, πολλά). || λαδώνω, λιγδώνω, λερώνω.λαδώνομαι, λιγδώνομαι, λερώνομαι. -
15 печь
печь 1пеку, печшь, пекут, παρλθ. χρ. пек, пекла-ото, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. печенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.δ.1. ψήνω•печь хлеб ψήνω ψωμί•
2. καίω πολύ•солнце печт ο ήλιος ψήνει.
(απρόσ.) καίω.ψήνομαι•пирог печется η πίτα ψήνεται.
|| θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι πολύ• καίγομαι•пекусь на солнце καίγομαι στον ήλιο.
печь 2-и θ.θερμάστρα, σόμπα•голландская печь ολλανδική θερμάστρα•
русская печь ρωσική θερμάστρα•
электрическая печь ηλεκτρική θερμάστρα•
топить печь ανάβω τη θερμάστρα.
|| κάμινος μεταλλουργική, φούρνος•электрическая печь ηλεκτρική κάμινος•
кузнечная печь καμίνι του σιδερουργού•
плавильная печь κάμινος τήξης ή χώνευσης•
обжигательная печь κάμινος ανόπτησης ή αποσκλήρυνσης.
-
16 подгореть
-ит ρ.σ.1. καίγομαι, τσικνιά-ζω•жаркое -ло το γιαχνί τσικνιασε•
пирог -ел η πίτα κάηκε.
2. καίγομαι στη βάση, από κάτω. -
17 поджечь
подожгу, подожжшь-жгут, παρλθ. χρ. поджг, подожгла, подожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подожженный, βρ: -жжн, -жжена, -жженоρ.σ.μ.1. πυρπολώ, βάζω φωτιά, καίω.2. ανάβω•поджечь дрова ανάβω τα καυσόξυλα•
поджечь ка-ствр ανάβω φωτιά.
|| παρακαίω, παρατηγανί-ζω, παρατσιγαρίζω•поджечь пирог παρακαίω την πίτα.
3. μτφ. παλ. εξάπτω (για αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.). -
18 пригорелый
επ.λίγο καμένος•пригорелый пирог πίτα λίγο καμένη.
|| τσικνωμένος•-ое молоко τσι-κνωμένο γάλα.
-
19 прослойка
-и θ.στρώμα•прослойка пирога вареньем στρώμα στην πίτα με γλυκό.
|| στρώμα κοινωνικό•интеллигенция не является классом,а -ой η διανόηση (διανοούμενοι) όεν είναι τάξη, αλλά κοινωνικό στρώμα.
βλ. прослой.
См. также в других словарях:
πίτα — και παλ. γρφ. πίττα και πήττα, η, Ν 1. είδος ψωμιού με πλατύ και χαμηλό σχήμα που παρασκευάζεται συνήθως άζυμο με ποικίλους τρόπους και σε διάφορες περιστάσεις και ονομάζεται, αντίστοιχα, φανουρόπιτα, βασιλόπιτα, βουδόπιτα, περπατόπιτα κ.λπ. 2.… … Dictionary of Greek
πίτα — η 1. άζυμο ψωμί, αλλιώς λαγάνα. 2. είδος ζυμαρικού από φύλλα ζύμης κι άλλα υλικά (τυρί, κρέας, σπανάκι κτλ.), τυρόπιτα, κρεατόπιτα, σπανακόπιτα κ.ά.: Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί; (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηρήθρα — Πίτα από κερί, την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες για την αποθήκευση του μελιού. Επικρέμεται στην οροφή της κυψέλης και αποτελείται από πλήθος μικρά εξάγωνα κελιά, μέσα στα οποία οι μέλισσες τοποθετούν το μέλι. Πολλές φορές, οι μελισσοκόμοι… … Dictionary of Greek
πιτοπούλι — και παλ. γρφ. πιττοπούλι, το, και πιτοπούλα και παλ. γρφ. πιττοπούλα, η, Ν 1. μικρή πίτα 2. άζυμος άρτος πρόχειρα παρασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτοπούλι αντί για τ. πιτόπουλο (< πίτα + υποκορ. κατάλ. πουλο*) κατά τα ουδ. σε ι. Ο τ. πιτοπούλα … Dictionary of Greek
αλοιφόπιτα — η 1. πίτα που παρασκευάζεται στο τηγάνι, με λίπος ή λάδι 2. μτφ. αυτός που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μια πολιτική παράταξη, κόλακας, καιροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλοιφή + πίτα] … Dictionary of Greek
βασιλόπιτα — Έτσι ονομάζεται η πίτα του Αγίου Βασιλείου που την παρασκευάζουν, σύμφωνα με το έθιμο, στο πλαίσιο του εορτασμού του νέου έτους. Συνήθως, στη β. κρύβουν ένα νόμισμα που συμβολίζει την τύχη που θα έχει τον νέο χρόνο εκείνος που θα το βρει στη δική … Dictionary of Greek
κολοκυθόπιτα — η πίτα με κύριο συστατικό στη γέμιση πολτό από πράσινα κολοκύθια ή γλυκιά κόκκινη κολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα / κολοκύθι + πίτα] … Dictionary of Greek
κοπτοπλακούς — κοπτοπλακοῡς, οῡντος, ὁ (Α) πίτα από κοπανισμένο σησάμι, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + πλακοῦς «πίτα»] … Dictionary of Greek
κρεατόπιτα — η πίτα με μικρά κομμάτια κρέατος, ρύζι και μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + πίτα] … Dictionary of Greek
λεμονόπιτα — η πίτα με χυμό και αρωματική φλούδα λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμόνι + πίτα. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lemon pie] … Dictionary of Greek
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek